παικτικόν

παικτικόν
παικτικός
playful
masc acc sg
παικτικός
playful
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παικτικός — παικτικός, ή, όν (Α) [παικτός] 1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια 2. περιπαικτικός, περιγελαστικός 3. το ουδ. ως ουσ. τό παικτικόν η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα. επίρρ... παικτικῶς (Μ) αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”